κολουμβάριο(ν)

κολουμβάριο(ν)
το
1. περιστεροτροφείο
2. (στους αρχαίους Ρωμαίους) ταφικό μνημείο εφοδιασμένο με πολύ μικρές κόγχες, στις οποίες φυλασσόταν η τέφρα τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. columbarium, ουδ. τού columbarius (< columba «περιστέρι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κολουμβάριο — Οστεοφυλάκιο των ρωμαϊκών και των ετρουσκικών νεκροταφείων. Στην κυριολεξία σημαίνει περιστεριώνας. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά για τις υπόγειες κρύπτες, οι τοίχοι των οποίων ήταν γεμάτοι από μικρές κόγχες, τοποθετημένες σε σειρές, η μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”